ΠΡΑΚΤΙΚΟ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ 1, ΝΟΜΙΚΗ ΚΟΜΟΤΗΝΗΣ ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ 2018
ΘΕΜΑΤΑ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ Ι
(ΝΟΜΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΚΟΜΟΤΗΝΗΣ- ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ 2018)
ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ
1) Η γνωστή ηθοποιός Α ασκεί την από 1-9-2018 αγωγή αποζημίωσης από αδικοπραξία κατά της κομμώτριάς της Β ,επειδή ,από ασυγχώρητη αμέλεια ,η Β έκαψε τα μαλλιά της με αποτέλεσμα η Α να μην μπορεί να εμφανισθεί για πολλούς μήνες στο θέατρο και να ματαιώσει γυρίσματα ταινίας και τηλεοπτικών διαφημίσεων. Λίγες ημέρες μετά την κατάθεση της ανωτέρω αγωγής, η Α ασκεί δεύτερη αγωγή κατά της Β και της προστηθείσας βοηθού της Β ,της Γ , με την οποία ζητά για τα ίδια πραγματικά περιστατικά (δηλαδή από ασυγχώρητη αμέλεια- κάψιμο των μαλλιών της Α ) αποζημίωση από ενοχική αιτία-σύμβαση έργου. Ορθώς;
ΑΠΑΝΤΗΣΗ
Το συγκεκριμένο πρακτικό θέτει το ζήτημα της αντικειμενικής σώρευσης αγωγών Κατά Το Δικονομικό Δίκαιο και της συρροής αξιώσεων Κατά Το Αστικό Δίκαιο τόσο από ενδοσυμβατική ευθύνη του εναγομένου όσο και από αδικοπρακτική ευθύνη του εναγομένου σύμφωνα με τις προυποθέσεις του άρθρου 218 ΚΠΟΛΔ. Το ζήτημα επιλύεται ,σύμφωνα με την κρατούσα άποψη στην Θεωρία και Νομολογία , με την επιλογή ,κατ’αναλογική εφαρμογή περί διαζευκτικής ενοχής των άρθρων 305-306 ΑΚ , της ικανοποίησης του δικαιώματος του ενάγοντος μόνο μία φορά κατά του ίδιου εναγομένου είτε από την ενδοσυμβατική ευθύνη του είτε από την αδικοπρακτική ευθύνη του ,η δε
τελευταία αδικοπρακτική ευθύνη ενεργοποιείται μόνο όταν το ζημιογόνο περιστατικό υπήρξε αποτέλεσμα αδικοπραξίας αν υποτεθεί ότι δεν αντιμετωπιζόταν με τις διατάξεις Του Αστικού Κώδικα περί ανώμαλης εξέλιξης της ενοχής.
………………………………………………………………………………………………….
2) Ο Α ασκεί κατά του Β αγωγή εξ’αδικοπραξίας ισχυριζόμενος ότι προκάλεσε υπαιτίως αυτοκινητικό ατύχημα που είχε ως συνέπεια τον σοβαρό τραυματισμό του τον συνιστάμενο σε βαρύτατες κρανιοεγκεφαλικές κακώσεις και ζητά την καταβολή χρηματικής ικανοποίησης για ηθική βλάβη. Έστω ότι στην αγωγή του ο Α αναφέρεται
γενικώς σε πλημμελή οδηγική συμπεριφορά του Β. Θα δύναται το δικαστήριο να θεμελιώσει την αποδοχή της σε πραγματικά περιστατικά τα οποία προέκυψαν από τις αποδείξεις (λ.χ. υπερβολική ταχύτητα η οποία υπερέβαινε το επιτρεπτό όριο των 80χλμ /ώρα ) ακόμη και αν δεν τα επικαλέσθηκε στην αγωγή του ο Α; Ο Β, το πρώτον με την προσθήκη –αντίκρουση στις προτάσεις του ,ισχυρίζεται ότι αποκλειστικό αίτιο των κρίσιμων κρανιοεγκεφαλικών κακώσεων είναι η υπαιτιότητα του ίδιου του Α και δη ότι εκείνος δεν φορούσε ζώνη , ζητεί δε για τον λόγο αυτό την απόρριψη της αγωγής στο σύνολό της. Παραδεκτά προτείνει τον ισχυρισμό αυτό ο Β για πρώτη φορά με την προσθήκη-αντίκρουση του;
ΑΠΑΝΤΗΣΗ
Το συγκεκριμένο πρακτικό θέτει δύο ζητήματα: α) το ζήτημα των προυποθέσων του ορισμένου της αγωγής σύμφωνα με το άρθρο 216 ΚΠΟΛΔ ,β) το ζήτημα της αρχής της τήρησης της προδικασίας προκειμένου αν μην
αιφνιδιάζεται δικονομικά ο αντίδικος δυνάμει των διατάξεων των άρθρων 111ΚΠΟΛΔ και 115 ΚΠΟΛΔ.
Α) Εκ της επισκόπησης του πρακτικού αβίαστα προκύπτει ότι η αγωγή του Α κατά του Β πάσχει ποσοτικής ή ποιοτικής αοριστίας, η οποία δεν μπορεί να θεραπευθεί με τις κατατεθείσες αποδείξεις Ενώπιον Του Δικαστηρίου και με την προσκομιδή και εξέταση των αποδεικτικών μέσων διότι παραβιάζεται η αρχή της προδικασίας των άρθρων 111ΚΠΟΛΔ και 115 ΚΠΟΛΔ.
Β) Για τον ίδιο ως ανωτέρω ειρημένο λόγο της παραβίασης της αρχής της προδικασίας των άρθρων 111ΚΠΟΛΔ και 115 ΚΠΟΛΔ ,είναι απαράδεκτη δικονομικά το πρώτον η προβολή ισχυρισμών του εναγομένου Β με την προσθήκη-αντίκρουση των προτάσεών του Ενώπιον Του Δικαστηρίου ,ανεξαρτήτως του χαρακτηρισμού του ισχυρισμού του ως άρνησης ή ένστασης της αγωγής του αντιδίκου του Α.
……………………………………………………………………………………………
3) Ο Α ασκεί αγωγή αποζημίωσης από αδικοπραξία κατά της ανώνυμης εταιρίας Β . Στην εκκρεμή δίκη ασκεί υπέρ της Β παρέμβαση ο μέτοχος Γ ,ιδρυτής της ανώνυμης εταιρίας και μέτοχος σε ποσοστό 99% στο κεφάλαιό της. Η αγωγή γίνεται δεκτή και η απόφαση τελεσιδικεί. Κατόπιν ,ο Α ασκεί αγωγή κατά του Γ για την ίδια αδικοπραξία ,επιδιώκοντας να γίνει δεκτό από το δικαστήριο ότι συντρέχει περίπτωση στην οποία δικαιολογείται η άρση της νομικής προσωπικότητας της Β εντεύθεν και η προσωπική ευθύνη του Γ. Στη δεύτερη αυτή δίκη ο Α ισχυρίζεται ότι ως προς την αδικοπρακτική ευθύνη της Β, εντεύθεν και του Γ, υφίσταται δεδικασμένο ,αφενός μεν επειδή ο Γ άσκησε παρέμβαση στην πρώτη δίκη ,αφετέρου
δε υπό την ιδιότητά του ως μετόχου. Ευσταθεί ο ισχυρισμός αυτός;
ΑΠΑΝΤΗΣΗ
Το συγκεκριμένο πρακτικό θέτει το ζήτημα των αντικειμενικών και υποκειμενικών ορίων του δεδικασμένου μίας δικαστικής απόφασης σύμφωνα με τα άρθρα 324ΚΠΟΛΔ και 325ΚΠΟΛΔ .
Εκ της επισκόπησης του πρακτικού προκύπτει ότι η πρόσθετη παρέμβαση του μετόχου Γ της ανώνυμης εταιρίας Β θα απορριφθεί από το δικαστήριο ως απαράδεκτη, λόγω έλλειψης εννόμου συμφέροντός του σύμφωνα με το άρθρο 80ΚΠΟΛΔ διότι ο μέτοχος Γ δεν καταλαμβάνεται από τα υποκειμενικά όρια του δεδικασμένου καθόσον η ανώνυμη εταιρία αποτελεί αυθύπαρκτο και ανεξάρτητο νομικό πρόσωπο με δική του νομική προσωπικότητα, περιουσία και διοίκηση και ουδέν δεδικασμένο υφίσταται στην δεύτερη δίκη της αγωγής του Α κατά του Γ λόγω έλλειψης ταυτότητας διαδίκων που απαιτεί το άρθρο 324 ΚΠΟΛΔ και επομένως ο σχετικός ισχυρισμός του μετόχου Γ είναι νόμω αβάσιμος.
……………………………………………………………………………………………
4) Σε αγωγή του Γ κατά του Δ ,που εκδικάζεται με την τακτική διαδικασία ,ο Γ καταθέτει προτάσεις και εκτός από 5 ένορκες βεβαιώσεις μαρτύρων του που έλαβε νομίμως ενόψει της δίκης ,προσκομίζει και ζητά να ληφθεί υπόψιν και 1 επιπρόσθετη ένορκη βεβαίωση , ληφθείσα κατά την παρελθούσα προηγηθείσα δίκη κατά την διαδικασία της εκουσίας δικαιοδοσίας μεταξύ των ίδιων διαδίκων. Ο Δ ισχυρίζεται ότι είναι μη νόμιμη η ένορκη βεβαίωση ,διότι αφενός είναι υπεράριθμη και αφετέρου διότι δεν έχει προηγηθεί κλήτευσή του. Πράγματι ο Γ δεν προσκομίζει
κλήση του προς τον Δ, αλλά από το σώμα της βεβαίωσης προκύπτει ότι ο Δ, παρά τη μη κλήτευσή του, είχε παρασταθεί κατά την λήψη της ένορκης βεβαίωσης. Τι θα αποφασίσει ως προς τη νομιμότητα της τελευταίας αυτής ένορκης βεβαίωσης το δικαστήριο;
ΑΠΑΝΤΗΣΗ
Το συγκεκριμένο πρακτικό θέτει το ζήτημα της δικονομικής σημασίας της ένορκης βεβαίωσης ως δικαστικού τεκμηρίου του άρθρου 336 παράγραφος 3 ΚΠΟΛΔ που δόθηκε σε άλλη προηγούμενη δίκη ,η οποία ένορκη βεβαίωση δόθηκε κατά παράβαση των άρθρων 421επ. ΚΠΟΛΔ.
Από τον συνδυασμό των διατάξεων του άρθρου 336 παράγραφος 3 ΚΠΟΛΔ και του άρθρου 424 ΚΠΟΛΔ προκύπτει αβίαστα ότι ένορκη βεβαίωση που λήφθηκε κατά παράβαση των άρθρων 421επ.ΚΠΟΛΔ ,δηλαδή χωρίς τις απαιτούμενες ,εκ του νόμου, νόμιμες προυποθέσεις σύνταξής της και λήψης της, δεν δύναται να χρησιμοποιηθεί ούτε ως δικαστικό τεκμήριο από το δικαστήριο και επομένως η τελευταία αυτή ένορκη βεβαίωση που προσκόμισε ο Γ στο δικαστήριο ενόψει προγενέστερης δίκης των Γ-Δ κατά την διαδικασία της εκουσίας δικαιοδοσίας ,θεωρούμενη ως ανυπόστατο αποδεικτικό μέσο κατ’άρθρο 424 ΚΠΟΛΔ, δεν θα ληφθεί υπόψιν από το δικαστήριο του πρακτικού μας ούτε ως δικαστικό τεκμήριο ,ανεξαρτήτως της παράστασης του αντιδίκου Δ εκουσίως κατά την σύνταξη-λήψη αυτής , μολονότι δεν είχε νόμιμα κλητευθεί για να παραστεί σε αυτή.